νηπιότης

νηπιότης
νηπιότης, ἡ (ΑΜ) [νήπιος]
η περίοδος τής βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας τού ανθρώπου
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) η παιδική ηλικία
2. παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία, ανοησία
3. παιδική αθωότητα
4. το να έχει εισέλθει κανείς για πρώτη φορά στη ζωή τής χριστιανικής Εκκλησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νηπιότης — childhood fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιότησιν — νηπιότης childhood fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιότητα — νηπιότης childhood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιότητας — νηπιότης childhood fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιότητες — νηπιότης childhood fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιότητι — νηπιότης childhood fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιότητος — νηπιότης childhood fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • νηπυτία — νηπυτία, ἡ (Α) [νηπύτιος] νηπιότης* …   Dictionary of Greek

  • ՏՂԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0882 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 12c գ. νηπιότης infantia ἀπαλότης teneritas. Տղայ գոլն. մանկութիւն. տղայական հասակ կամ բարք. տխմարութիւն. եւ առաջինզ ժամանակն մարդկութեան. մատաղութիւն. տղակութիւն. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”